Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
δαδοκοπώ — ( άω) (Α δαδοκοπῶ, έω) κόβω δαδιά από ξύλο πεύκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < δᾴς, (δᾳδός) + κοπώ < κο πος < κόπτω] … Dictionary of Greek
δαδουργώ — δᾳδουργῶ ( έω) (Α) [δαδουργός] δαδοκοπώ … Dictionary of Greek